- σκάω
- Νβλ. σκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάω — σκάω, έσκασα, σκασμένος βλ. πίν. 206 και πρβλ. σκάζω Σημειώσεις: σκάω – σκάζω : ο τύπος σκάζω είναι λιγότερο συχνός από τον τύπο σκάω, ο οποίος κυριαρχεί και στις διάφορες εκφρ., όπως το σκάω, τα σκάω, σκάω μύτη κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκάω — βλ. σκάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάζω — 1 → δες σκιάζω 2 έσκασα, σκασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σκάω – σκάζω : ο τύπος σκάζω είναι λιγότερο συχνός από τον τύπο σκάω, ο οποίος κυριαρχεί και στις διάφορες εκφρ., όπως το σκάω, τα σκάω, σκάω μύτη κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
διαλακώ — διαλακῶ ( έω) (Α) [λακώ] σκάω, ανοίγω με κρότο … Dictionary of Greek
καταχασμώμαι — καταχασμῶμαι, άομαι (AM) 1. καταχάσκω*, ανοίγω το στόμα 2. καταγελώ 3. (για τα όσπρια) σπάζω, σκάω, ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χασμῶμαι «ανοίγω το στόμα, χάσκω»] … Dictionary of Greek
κοπανώ — άω [κόπανος] 1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω 3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού τό… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω … Dictionary of Greek
πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… … Dictionary of Greek